- επιβραδυντήρας
- οσυσκευή με την οποία επιτυγχάνεται επιβράδυνση τής λειτουργίας μηχανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιβραδυντήρας — ο συσκευή που χρησιμεύει στο να επιβραδύνει τη λειτουργία μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… … Dictionary of Greek